ἐπιδραμεῖν

ἐπιδραμεῖν
ἐπιδραμεῖν, ἐπιδραμέτην: see ἐπιτρέχω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιδραμεῖν — ἐπιτρέχω run upon aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • απίδρομος — ο κ. δρομή, η υποχώρηση για να πάρει κανείς φόρα, για να ορμήσει πιο δυνατά (η λ. στον Βαλαωρίτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. επίδρομος < επιδραμείν] …   Dictionary of Greek

  • επιτρέχω — (AM ἐπιτρέχω) [τρέχω] 1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.) 3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῡτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾱν… …   Dictionary of Greek

  • πελίγξαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιδραμεῑν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”